- τάγκιασμα
- τοβλ. ταγκάδα, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
γλυκίνη — Το απλούστερο άκυκλο αμινοξύ, με τύπο NH2CH2COOH (μερικές φορές λέγεται και αμινοξικό οξύ). Αποτελεί συστατικό των περισσότερων πρωτεϊνών, χωρίς όμως να θεωρείται βασική θρεπτική ουσία. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, διαλυτό στο… … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek
ταγκάδα — η και ταγκίλα, η και τσαγκόδα, η και τσαγκίλα, η και τάγκιασμα, το και τσάγκιασμα, το η αλλοίωση λαδιού, βουτύρου και λιπαρών ουσιών, που προκαλεί δυσάρεστη γεύση και οσμή: Το λάδι βρομάει ταγκάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάγκιασμα — το βλ. τάγκιασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάγκισμα — το βλ. τάγκιασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)